- επιγναμπτος
- ἐπιγναμπτόςἐπι-γναμπτός3изогнутый, витой
(ἕλιξ HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἕλιξ HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιγναμπτός — ἐπιγναμπτός, ή, όν (Α) [επιγνάμπτω] λυγισμένος, στριφογυρισμένος … Dictionary of Greek
ἐπιγναμπτάς — ἐπιγναμπτά̱ς , ἐπιγναμπτός curved fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)